- σκληροκοίλιος
- -ον, Αδυσκοίλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοίλιος (< κοιλία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληροκοιλίοις — σκληροκοίλιος costive masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροκοίλιοι — σκληροκοίλιος costive masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροκοιλιώ — άω, Α [σκληροκοίλιος] υποφέρω από δυσκοιλιότητα, είμαι δυσκοίλιος … Dictionary of Greek